- κερκίδα
- I
(Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους περιφερειακούς διαδρόμους του κοίλου) και κάθετα με ενδιάμεσες, ομόκεντρες κλίμακες. Κ. υπάρχουν και στα σύγχρονα στάδια, αλλά εκεί μπορεί και να εμφανίζονται σε μορφή τετραγώνων ίσου μήκους.Η λέξη κ. εμφανίζεται επίσης στα ομηρικά κείμενα ως όρος της υφαντικής. Σήμαινε τη γνωστή σήμερα ως σαΐτα του αργαλειού. Στην Οδύσσεια, η Καλυψώ ύφαινε με χρυσή κ., όταν ο Ερμής της ανακοίνωσε την εντολή του Δία να απελευθερώσει τον Οδυσσέα.II(Βοτ.). Φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Επιστημονικά ονομάζεται κερκίςη κερατινοειδής, ενώ είναι γνωστό και με την κοινή ονομασία αγριοκουτσουπιά. Είναι μικρό δέντρο ύψους 3-6 μ., με απλά, παλαμόνευρα, έμμισχα φύλλα και ρόδινα άνθη σε μικρούς βότρεις. Ο καρπός του είναι κρεμαστός χέδροπας, με ωοειδή μαύρα σπέρματα. Το είδος αυτό είναι πολύ κοινό της ελληνικής χλωρίδας.III(Ιατρ.). Το μικρότερο από τα δύο μακρά οστά του αντιβραχίονα που μαζί με την ωλένη αποτελεί τον σκελετό του αντιβραχίονα και βρίσκεται προς το εξωτερικό μέρος στην πλευρά του αντίχειρα. Στο άνω άκρο αρθρώνεται με το βραχιόνιο και την ωλένη, στο κάτω άκρο πάλι με την ωλένη, το σκαφοειδές και το μηνοειδές οστούν, συμμετέχοντας έτσι στις αρθρώσεις του αγκώνα και του καρπού. Από την κ. ξεκινούν ο δικέφαλος μυς του βραχίονα, μερικοί υπτιαστές και πρηνιστές μύες του αντιβραχίονα και οι καμπτήρες των δαχτύλων, ο απαγωγός και βραχύς εκτείνων τον αντίχειρα. Οι παθήσεις της κ. είναι οι ίδιες με εκείνες των υπόλοιπων οστών· ιδιαίτερα συχνά υπόκειται σε κατάγματα που μπορεί να αφορούν το άνω άκρο, τη διάφυση ή το κάτω άκρο (κάταγμα του Κόλις).* * *και κερκίς η (ΑΜ κερκίς, -ίδος)1. εργαλείο τού αρχαίου όρθιου και τού νεώτερου οριζόντιου υφαντικού ιστού τού αργαλειού, που χρησιμεύει για να διαπερνά το υφάδι διά μέσου τών νημάτων τού στημονιού, κν. σαΐτα(α. «ὑφ' αἱματηραῑς χείρεσσι καὶ κερκίδων ἀκμαῑσιν», Σοφ.β. «χρυσείῃ κερκίδι ὕφαινεν», Ομ. Οδ.)2. (κατ' άλλη ερμ. για την κερκίδα τού αρχαίου υφαντικού ιστού) η ράβδος με την οποία έκρουαν τα νήματα τού υφαδιού για να γίνει το ύφασμα πυκνό, κρουστό3. το μικρότερο από τα δύο επιμήκη οστά τού αντιβραχίου, τού πήχη τού χεριού, δίπλα στην ωλένη4. καθεμιά από τις μεταξύ δύο κλιμάκων σειρές καθισμάτων αρχαίου θεάτρου ή αρχαίου και σημερινού σταδίουνεοελλ.1. εργαλείο όμοιο με την υφαντική κερκίδα, με το οποίο πλέκονται τα δίχτια2. το πηνίο και η θήκη τής δεύτερης κλωστής τής ραπτομηχανής, κν. βαρκούλα3. ναυτ. κυρτό και πλατύ ξύλο που στηρίζει τα δρύφακτα τών μεγάλων ιστιοφόρων τα οποία έχουν φάλκη στο πρωραίο άκρο, κν. σαΐτααρχ.1. κάθε λεπτή, μακριά και ευθεία ράβδος από ξύλο, ελεφαντοστό κ.λπ.2. το καρφί, ο μικρός πάσσαλος με τον οποίο στηριζόταν το μεσάβοιον* ή μέσαβον* στον ζυγό3. ράβδος για μέτρηση4. περόνη, χτένα για τη συγκράτηση τών μαλλιών5. το μεγαλύτερο από τα δύο οστά τής κνήμης και συνεκδ. όλη η κνήμη τού ποδιού («ὑφ' οὗ τὸ τῆς κερκίδος ὀστέον ἀποθραυσθὲν ἐξέπεσε», Πλούτ.)6. επιγρ. πιθ. ο γνώμονας τού ηλιακού ωρολογίου7. όργανο τού σώματος τού ψαριού νάρκη με το οποίο αυτή προκαλεί ηλεκτρική εκκένωση, για να παραλύσει ή θανατώσει τη λεία της8. ραβδί για ανακάτεμα υγρών9. σιδερένιο καρφί10. είδος λεύκας11. το λεγόμενο δέντρο τού Ιούδα, κερκίς η κοινή, η ξυλοκερατιά12. το φυτό ψευδοβρυωνία η κρητική, το αγριόκλημα13. κώνος πεύκου, κουκουνάρι14. (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού15. φρ. «καμπύλοχοι κερκίδες» — το άροτρο (Ορφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος, τού οποίου η αρχική σημ. πρέπει να ήταν «ραβδί», + υποκορ. κατάλ. -ις, (πρβλ. ακατ-ίς, γλωσσ-ίς). Χρησιμοποιήθηκε ως τεχνικός όρος με διάφορες σημασίες, όπως «σαΐτα τού αργαλειού», «οστό τού χεριού», «τμήμα τών καθισμάτων σταδίου» κ.λπ.ΠΑΡ. αρχ. κερκιδιαίον, κερκίζωαρχ.-μσν.κερκίδιον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κερκιδοποιική, κερκιδοποιός. (Β' συνθετικό) αρχ. παρακερκίς].
Dictionary of Greek. 2013.